Τον Ιούνιο του 2003, το "Computer Για Ολους" δημοσίευσε ένα επικριτικό άρθρο σχετικά με το κόστος των ευρυζωνικών συνδέσεων στη χώρα μας. Με τίτλο "Οι
τιμές του ΑDSL προβληματίζουν", εστιάσαμε την προσοχή μας τόσο στην
τιμολογιακή πολιτική του τηλεπικοινωνιακού οργανισμού (ΟΤΕ) όσο και στη
μικρή διαθεσιμότητα των συνδέσεων,
καθώς κανείς δεν γνώριζε πότε και με
ποιον ακριβώς τρόπο θα μπορούσαν οι
χρήστες που διέθεταν την ανάλογη οικονομική επιφάνεια να αποκτήσουν
συνδέσεις ΑDSL. Αξίζει να θυμηθούμε
ότι σύμφωνα με την ανακοίνωση του
ΟΤΕ, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, οι χρήστες καλούνταν να καταβάλουν υψηλά τέλη ενεργοποίησης (82,00
ευρώ) και εγκατάστασης (50,00 εuρώ),
ενώ υποχρεώνονταν επίσης να προμηθευτούν το ΑDSL modem που προσέφερε ο οργανισμός και το οποίο σχεδόν διπλασίαζε το συνολικό εφάπαξ κόστος των ευρυζωνικών συνδέσεων. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι καταναλωτές
έπρεπε να πληρώσουν πάνω από
250,00 ευρώ χωρίς το ΦΠΑ, καθιστώντας τη μετάβαση στη νέα τεχνολογία
απαγορευτική για τους χρήστες που
ανήκαν στη μεσαία ή κατώτερη εισοδηματική τάξη.
Εξίσου "αλμυρά" χαρακτηρίστηκαν -όχι άδικα- τα μηνιαία τέλη για τη λειτουργία των εuρuζωνικών συνδέσεων, που ανέρχονταν σε 55,00, 101,00 και 189,00 ευρώ για ρυθμούς διαμεταγωγής 384/128, 512/256 και 1.024/256Κbρs αντίστοιχα. Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης στην τιμολογιακή πολιτική του οργανισμού ήταν τόσο έντονες, ώστε σε πρώτη φάση και κατόπιν παρέμβασης του υπουργού Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών, ο ΟΤΕ υποχρεώθηκε ουσιαστικά να προσφέρει μία αμφιλεγόμενη περίοδο χάριτος περίπου τεσσάρων μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας το κόστος ήταν μειωμένο κατά 50%. Τον Αύγουστο του 2003, οι μεγαλύτεροι Internet Service Providers ανακοίνωσαν τα δικά τους τιμολόγια, προκαλώντας με τη σειρά τους ένα μικρό σοκ σε όσους περίμεναν με ανυπομονησία την αναβάθμιση της σύνδεσής τους σε ΑDSL. Το μηνιαίο κόστος για συνδέσεις 384/128, 512/256 και 1.024/256Κbps ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 48,00, 73,00 και 142,00 ευρώ, απογοητεύοντας τους χρήστες και εξανεμίζοντας κάθε ελπίδα αναβάθμισης των αργών, dial-up συνδέσεων με το Διαδίκτυο.
Η ιστορική αυτή αναδρομή ήταν απαραίτητη για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση της αγοράς (Μάρτιος 2004) και να διαπιστώσουμε κατά πόσο έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, από πλευράς τόσο κόστους όσο και διαθεσιμότητας, ευελι ξίας και προσφοράς πακέτων που καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το περασμένο καλοκαίρι οι χρήστες καλούνταν να καταβάλουν 132,00 εuρώ για τα τέλη εγκατάστασης και ενεργοποίησης, καθώς επίσης 103,00, 174,00 και 331,00 ευρώ κάθε μήνα, ανάλογα με την ταχύτητα που χρειάζονταν.
Ο Ιανουάριος 2004 χαρακτηρίστηκε δικαίως ως ο μήνας των μεγάλων εκ πτώσεων, αφού οι Internet Service Providers προχώρησαν σε σημαντική μείωση των τιμών τους μειώνοντας αρκετά το συνολικό κόστος του ΑDSL. H κίνηση αυτή ακολούθησε τη μείωση των τιμολογίων του ΟΤΕ πριν από περίπου ένα εξάμηνο, ο οποίος όχι μόνο υιοθέτησε χωρίς χρονικούς περιορισμούς την περίοδο χάριτος που υποχρεώθηκε αρχικά να θεσπίσει, αλλά μείωσε ακόμη περισσότερο -έστω και οριακά- το κόστος που του αναλογεί. Σήμερα, οι χρήστες καλούνται να πληρώσουν στον τηλεπικοινωνιακό οργανισμό 34,99 εuρώ για τα τέλη ενεργοποίησης, ενώ μπορούν να προμηθευτούν το ΑDSL modem της αρεσκείας τους από το λιανικό εμπόριο σε τιμές σαφώς χαμηλότερες σε σχέση με το παρελθόν. Ακόμη και την εγκατάσταση μπορούν να αναλάβουν μόνοι τους, γλιτώνοντας το επιπλέον κόστος των 50,00 ευρώ, αρκεί να διαθέτουν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις ή κάποιον γνωστό που θα τους βοηθήσει. Αυτό σημαίνει ότι το εφάπαξ κόστος των ευρυζωνικών συνδέσεων μειώθηκε κατά 73,5% ή 35,6% μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, ανάλογα με το αν οι ενδιαφερόμενοι θα αναλάβουν την εγκατάσταση του εξοπλισμού μόνοι τους ή όχι.
Σημαντικές αποδείχθηκαν και οι μειώσεις στα μηνιαία τέλη που χρεώνει ο οργανισμός για την υπηρεσία, αφού σήμερα οι χρήστες καλούνται να πληρώσουν 24,99 ευρώ (-54,6%), 44,99 εuρώ (-55,5%) και 79,99 εuρώ (-57,7%) για συνδέσεις 384/128, 512/256 και 1.024/256Κbρs αντίστοιχα. Δεν χωρά αμφιβολία ότι η πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν είναι σημαντική, όμως η μείωση του κόστους κατά 50% έως 70% δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε ξέφρενους πανηγυρισμούς, αφού το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι οι αρχικές τιμές ήταν εξωφρενικά υψηλές. Εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας στο χώρο των ISPs, o πρώτος μήνας του έτους αποδείχθηκε ιδιαίτερα ενθαρρυντικός για τους καταναλωτές, αφού οι αλλαγές με την ανακοίνωση νέων πακέτων υπηρεσιών και τιμών ήταν πολύ σημαντικές.
Οσον αφορά στις τρίμηνες συνδέσεις, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το κόστος τους κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε 31,00 (-35,4%), 50,00 (-31,5%) και 96,00 (-32,4%) ευρώ ανά μήνα για 384/128, 512/256 και 1.024/256Κbρs αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κατ' ιδίαν συναντήσεις που είχαμε με τους μεγαλύτερους Internet Service Providers της χώρας, οι εκπρόσωποί τους μας διαβεβαίωσαν ότι περαιτέρω μειώσεις δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν από το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων -κατ' άλλους πριν από το τέλος του έτους- και με την προϋπόθεση ότι ο ΟΤΕ θα μειώσει ακόμη περισσότερο τις τιμές που τους χρεώνει. Σε κάθε περίπτωση, οι ιδιωτικές εταιρείες πέταξαν ουσιαστικά το "μπαλάκι" στον εθνικό τηλεπικοινωνιακό οργανισμό αφού, όπως υποστηρίζουν, τα περιθώρια κέρδους που έχουν σήμερα είναι τόσα μικρά, ώστε είναι αδύνατον να συρρικνωθούν περισσότερο. Το ερώτημα, βέβαια, που γεννάται είναι πώς κατάφεραν οι εταιρείες να μειώσουν τις τιμές τους κατά 30% ή και περισσότερο μέχρι σήμερα, αφού το κόστος των διεθνών κυκλωμάτων δεν μειώθηκε κατ' ανάλογο ποσοστό την ίδια αυτή περίοδο, ενώ, όπως ισχυρίζονται, ο ΟΤΕ εξακολουθεί να τις χρεώνει με ιδιαίτερα υψηλές τιμές. Μήπως λοιπόν οι ISPs ξεκίνησαν με πολύ μεγάλα περιθώρια κέρδους και τώρα που ο ανταγωνισμός φαίνεται ότι λειτουργεί αναγκάστηκαν να τα μειώσουν;
Καθώς η αγορά του ΑDSL αναπτύσσεται, έστω και με εκνευριστικά αργούς ρυθμούς, οι εταιρείες προσπαθούν να προσελκύσουν ολοένα περισσότερους χρήστες, δημιουργώντας νέα πακέτα υπηρεσιών που ταιριάζουν -πραγματικά ή φαινομενικά- περισσότερο στις ανάγκες τους. Η σύγκριση όλων των υπηρεσιών που προσφέρουν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά προκαλεί πονοκέφαλο, αφού σε αρκετές περιπτώσεις κρύβουν παγίδες που αυξάνουν σημαντικά το τελικό κόστος. Δύο τύποι πακέτων που διαφοροποιούνται από τις βασικές συνδέσεις ΑDSL είναι η ογκοχρέωση και η χρονοχρέωση, που με μία πρώτη ματιά δεν φαίνεται να συμβαδίζουν με το χαρακτηριστικό always-on του ΑDSL.
Στην περίπτωση της ογκοχρέωσης, οι χρήστες καλούνται να βγάλουν τα κομπιουτεράκια τους και να υπολογίσουν πόσα megabytes κατεβάζουν κάθε μήνα, έτσι ώστε να διαπιστώσουν εάν τα πακέτα αυτά, που ξεκινούν από 8,95 ευρώ το μήνα, τους συμφέρουν. H ταχύτητα διαμεταγωγής που προσφέρουν οι εταιρείες, η επιπλέον χρέωση για κάθε megabyte που κατεβάζει ο χρήστης πέρα από το προβλεπόμενο όριο και η μέγιστη χρέωση που περιλαμβάνουν τα πακέτα θα πρέπει να συνεκτιμηθούν προσεκτικά πριν από την τελική επιλογή. Το σίγουρο είναι ότι τα πακέτα αυτά λειτουργούν ως "κράχτες" που θα προσελκύσουν τους χρήστες, θα τους "γλυκάνουν" με την αυξημένη ταχύτητα που προσφέρουν και κατόπιν θα τους κατευθύνουν προς τα πλήρη συνδρομητικά πακέτα.
Με δεδομένο ότι οι υψηλές ταχύτητες ΑDSL είναι πρωτόγνωρες για τη χώρα μας, οι χρήστες που αναβαθμίζουν για πρώτη φορά την dial-uρ σύνδεσή τους είναι μάλλον δύσκολο να αντισταθούν στον πειρασμό του αυξημένου bandwidth. Αυτό σημαίνει ότι θα επιδοθούν στο κατέβασμα λογισμικού, mp3 και uρdates για το λειτουργικό σύστημα (ας μην ξεχνάμε ότι αναμένεται και το service ρack 2 για Windows ΧΡ), εξαντλώντας πολύ γρήγορα το όριο του ενός, δύο ή τριών GB. Προσοχή χρειάζεται επίσης στο γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις τα πακέτα προσφέρουν 1.000ΜΒ και όχι 1 GB (δηλαδή 1.024MB), καθώς επίσης στο ότι στην κίνηση περιλαμβάνεται τόσο η αποστολή όσο και η λήψη δεδομένων! Με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς βρίσκουμε ότι όταν κατεβάζουμε δεδομένα χρησιμοποιώντας μία σύνδεση 384/128Κbρs, τα 1.000ΜΒ επαρκούν για λιγότερο από 9,5 ώρες σύνδεσης κάθε μήνα (1.024.000ΚΒ δια 30ΚB/s που είναι μία ικανοποιητική απόδοση για τη συγκεκριμένη σύνδεση = 7,48 ώρες). Αυτό σημαίνει ότι εάν χρησιμοποιούμε τη σύνδεση στο μέγιστο ρυθμό που προσφέρει -κάτι πρακτικά αδύνατον, που όμως προσφέρει ένα μέτρο σύγκρισης- θα πρέπει κάθε μήνα να μπαίνουμε για λιγότερο από 9 ώρες στο Διαδίκτυο, αν συνυπολογίσουμε ότι μέρος της κίνησης θα αφιερωθεί και σε uρload.
Από την άλλη πλευρά, η χρονοχρέωση αποτελεί μία εξίσου εάν όχι περισσότερο αμαρτωλή περίπτωση. Οι εταιρείες που την προσφέρουν υποστηρίζουν ότι οι χρήστες μπορούν να είναι κανονικά συνδεδεμένοι στο Διαδίκτυο, αλλά να χρεώνονται μόνο όταν αποστέλλουν ή παραλαμβάνουν δεδομένα. Η φιλοσοφία αυτή ακούγεται λογική, όμως είναι πέρα για πέρα παράλογη. Οπως γνωρίζουν πολύ καλά οι πιο έμπειροι χρήστες, τα Windows, όπως επίσης πολλά άλλα προγράμματα, επικοινωνούν συχνά-πυκνά με το Διαδίκτυο χωρίς καν τη συμμετοχή του χρήστη, αναζητώντας uρdates, ελέγχοντας τα e-mails ή εκτελώντας άλλες λειτουργίες. Ακόμη και ο συγχρονισμός της ώρας του υπολογιστή λογίζεται ως δικτυακή κίνηση και χρεώνεται στα συγκεκριμένα πακέτα, ενώ όμως διαρκεί μερικά millisecond, ο χρήστης θα χρεωθεί για ένα ολόκληρο λεπτό σύνδεσης. Με αυτό το δεδομένο είναι φυσικό o χρόνος που έχει κάθε συνδρομητής στη διάθεσή του να εξανεμίζεται στην κυριολεξία. H μόνη λύση σε αυτή την περίπτωση είναι o χρήστης να μένει εκτός Internet και να συνδέεται με το Διαδίκτυο μόνο όταν το χρειάζεται, κάτι που μας γυρνά στο παρελθόν και μετατρέπει το ΑDSL σε απλώς πιο γρήγορο dial-up.
Σε κάθε περίπτωση, οι δύο αυτές μορφές συνδέσεων μας
γυρνούν πολλά χρόνια πίσω, όταν κάθε δευτερόλεπτο στο Διαδίκτυο μετρούσε και οι χρήστες εγκαθιστούσαν
προγράμματα μέτρησης του χρόνου
που παραμένουν on-line σε μία προσπάθεια να ελέγξουν το συνολικό κόστος.
Αξίζει ακόμα να αναφερθούμε στη
Vivodi, η οποία πέρα από τα πακέτα
συνδρομών ΑDSL που προσφέρει,
έχει προχωρήσει στην προσφορά και της τηλεπικοινωνιακής υποδομής σε
συνεργασία με τον ΟΤΕ. Στο σχετικό
πίνακα (ΑDSL Αccess by Vivodi) μπορείτε να ενημερωθείτε σχετικά με τις διαφορετικές συνδέσεις που προσφέρει η εταιρεία και το κόστος τους
(Shared LLU και Full LLU), τα οποία
αντικαθιστούν τα αντίστοιχα μηνιαία τέλη του ΟΤΕ. Οπως φαίνεται στον πίνακα, η εταιρεία προσφέρει επίσης
συνδέσεις με ρυθμούς διαμεταγωγής
256/128Κbps, 768/256Κbps και 2.048/640Κbps, ενώ οι συνδρομητές
της μπορούν -με επιπλέον κόστος- να
αναβαθμίσουν τη σύνδεσή τους.
Ερώτημα, βέβαια, αποτελεί η διαθεσιμότητα των κόμβων της Vivodi, για την
οποία οι χρήστες μπορούν να ενημερωθούν στο δικτυακό τόπο της εταιρείας.
Τέλος, οι συνδρομές μεγάλης χρονικής διάρκειας -που σε μερικές περιπτώσεις φθάνουν τα δύο χρόνια- θα πρέπει μάλλον να αποφεύγονται. Αν και το κόστος ανά μήνα είναι πολύ χαμηλό, σε δύο χρόνια από σήμερα οι τιμές των ευρυζωνικών συνδέσεων δεν αποκλείεται να έχουν μειωθεί σημαντικά και επομένως η δέσμευση ενός μεγάλου ποσού χρημάτων δεν ωφελεί κανέναν πέρα από τις εταιρείες. Από εκεί και πέρα, επαφίεται στον καταναλωτή να επιλέξει ανάλογα με την οικονομική δυνατότητά του και τις προσωπικές ανάγκες του το πακέτο που επιθυμεί, λαμβάνοντας υπόψη του και τα επιπλέον χαρακτηριστικά που προσφέρει κάθε εταιρεία (αριθμός emails, φιλοξενία προσωπικών ιστοσελίδων, τεχνική υποστήριξη κ.λπ.).
Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή -που φαίνεται ότι παρακολουθεί στενά την τιμολογιακή πολιτική του ΟΤΕ για το ΑDSL- εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της σχετικά με το υψηλό κόστος των ευρυζωνικών συνδέσεων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Τηλεπικοινωνιών Ερκι Λίκανεν, οι συνδέσεις ΑDSL διατέθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση στη χώρα μας, ενώ το κόστος τους ήταν υπερβολικό, καθιστώντας τις ασύμφορες για το μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών. H αντίδραση της Κομισιόν ήταν μάλλον αναμενόμενη, αφού η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει την τελευταία θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο (μεταξύ των 15) σε ποσοστό πρόσβασης των νοικοκυριών στο Διαδίκτυο, ενώ η διάδοση του ΑDSL εξακολουθεί να είναι περίπου ανύπαρκτη, αφού, στην αρχή τουλάχιστον, οι τιμές που ανακοινώθηκαν απευθύνονταν σε μικρές επιχειρήσεις και όχι σε οικιακούς καταναλωτές.
Οι πρόσφατες μειώσεις του κόστους επιτρέπουν σε έναν αρκετά μεγαλύτερο αριθμό χρηστών να αποκτήσουν ευρυζωνική πρόσβαση στο Διαδίκτυο, ενώ οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 50.000 έως 80.000 χρήστες ΑDSL μέχρι το τέλος του 2004 στη χώρα μας. Πρόκειται για έναν αριθμό σημαντικά αυξημένο σε σχέση με τους μόλις 5.000 χρήστες που εκτιμάται ότι υπάρχουν σήμερα. Στο ερώτημα εάν οι εταιρείες θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση bandwidth που θα προκαλέσει μία στροφή των καταναλωτών προς το ΑDSL, οι εκπρόσωποί τους εξέφρασαν την πεποίθηση ότι όχι μόνο διατίθεται άφθονο bandwidth, ικανό να εξυπηρετήσει οποιαδήποτε κίνηση, αλλά παράλληλα έχουν ήδη αγορασθεί οι απαραίτητες γραμμές με το εξωτερικό που θα αναβαθμίσουν την υποδομή τους σε περίπτωση που απαιτηθεί κάτι τέτοιο. H απάντηση αυτή είναι μάλλον αναμενόμενη, όμως εμείς προτιμάμε να διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας μέχρις ότου πραγματοποιήσουμε τις πρώτες αναλυτικές συγκριτικές δοκιμές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ελληνική αγορά σήμερα είναι ότι οι ευρυζωνικές συνδέσεις δεν έχουν, προς το παρόν, προσελκύσει νέους χρήστες στο Διαδίκτυο, αλλά αντίθετα φαίνεται ότι ενδιαφέρουν μόνο τους υφιστάμενους χρήστες. Αν και το περιθώριο κέρδους των ISPs αυξάνεται όταν ένας πελάτης της εταιρείας μεταβεί από μία σύνδεση dial-up σε ΑDSL, το ζητούμενο είναι να προσφερθούν οι υπηρεσίες εκείνες που θα τραβήξουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών που δεν έχουν ασχοληθεί με το Διαδίκτυο, επεκτείνοντας έτσι τη συνδρομητική βάση των εταιρειών και αυξάνοντας τη διείσδυση του Internet στην Ελλάδα. Στον τομέα αυτό η χώρα μας βρίσκεται ακόμη πολύ πίσω, ενώ οι εξελίξεις φαίνεται να μετατίθενται για τουλάχιστον 2 χρόνια αργότερα, όταν θα έχει δημιουργηθεί μία ικανοποιητική βάση συνδρομητών ΑDSL.