Η ΙΒΜ με μια ματιά | |
---|---|
Υπάλληλοι | 319.273 |
Μέτοχοι | 671.610 |
Έσοδα | 89,1 δις. δολάρια |
Καθαρά κέρδη | 7,6 δις. δολάρια |
Η IBM (International Business Machines Corporation), γνωστή επίσης ως Big Blue, είναι η μεγαλύτερη εταιρεία στο χώρο της πληροφορικής με τα έσοδά της για το 2003 να ανέρχονται σε 89 δισεκατομμύρια δολάρια και ο αριθμός των υπαλλήλων της να ξεπερνά τις 300 χιλιάδες παγκοσμίως. Η εταιρεία διαθέτει παρουσία σε 170 χώρες και ειδικεύεται σε όλους σχεδόν τους τομείς της αγοράς, από την κατασκευή και πώληση hardware, μέχρι την ανάπτυξη software και την παροχή συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών. Παρόλο που η ΙΒΜ έχει συνδέσει το όνομά της με την ιστορία των υπολογιστών, στην πραγματικότητα οι ρίζες της εταιρείας ξεκινούν πολλές δεκαετίες πριν από την εμφάνισή τους. Η ιστορία της ξεκινά με την συγχώνευση των Tabulating Machine Corporation, Computing Scale Corporation και International Time Recording Company στις 16 Ιουνίου 1911, που δημιούργησαν την εταιρεία Computing Tabulating Recording. Τρία χρόνια αργότερα, στις 14 Φεβρουαρίου 1914, η CTR υιοθέτησε την ονομασία International Business Machines Corporation σηματοδοτώντας την γέννηση της ΙΒΜ.
Η ΙΒΜ ξεκίνησε τις δραστηριότητές της κατασκευάζοντας μία σειρά από κομπιουτεράκια (την σειρά 600), που βασιζόταν στις διάτρητες κάρτες και με την πάροδο του χρόνου η εταιρεία εστίασε το ενδιαφέρον της στην συγκεκριμένη αγορά εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα προϊόντα που παρήγαγε. Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εξοπλισμός της ΙΒΜ χρησιμοποιήθηκε μέσω της θυγατρικής της Dehomag από το ναζιστικό καθεστώς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μία αποκάλυψη που δημιούργησε αρκετά προβλήματα στην εικόνα της εταιρείας.
Αργότερα, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, η IBM χρηματοδότησε μαζί με το πανεπιστήμιο του Harvard την ανάπτυξη και κατασκευή του Mark 1, του πρώτου μηχανήματος που μπορούσε να κάνει μακρύς υπολογισμούς αυτόματα. Μία δεκαετία αργότερα η εταιρεία υπέγραψε συμβόλαιο με την πολεμική αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών, για την αυτοματοποίηση των αμυντικών συστημάτων της χώρας.
Με την εργασία της πάνω στο σύστημα SAGE (Semi-Automatic Ground Environment), η IBM είχε πρόσβαση σε εξειδικευμένες έρευνες του MIT σχετικά με την κατασκευή του πρώτου, πραγματικού χρόνου, ψηφιακού υπολογιστή. Το σύστημα περιλάμβανε πολλές καινοτομίες, όπως ενσωματωμένη οθόνη, μαγνητική μνήμη, την πρώτη αλγεβρική γλώσσα προγραμματισμού, την μετατροπή αναλογικών σημάτων σε ψηφιακά και αντίστροφα, τη μετάδοση ψηφιακών δεδομένων μέσω τηλεφωνικών γραμμών, το duplexing και άλλες τεχνολογίες. Στο πρόγραμμα απασχολήθηκαν 7 χιλιάδες υπάλληλοι της IBM (το 20% του εργατικού δυναμικού) και η εταιρεία κατασκεύασε 56 υπολογιστές SAGE με κόστος 30 εκατομμυρίων δολαρίων ο καθένας.
Το 1952 η IBM κατασκεύασε το σύστημα 701 EDPM (Electronic Data processing Machines), που σύμφωνα με την εταιρεία αποτέλεσε τον πρώτο εμπορικά επιτυχημένο υπολογιστή και τον πρώτο που υποστήριζε την αποθήκευση των προγραμμάτων σε εσωτερική, ηλεκτρονική μνήμη. Το κόστος της ενοικίασής του έφθανε τα 15 χιλιάδες δολάρια/μήνα και μπορούσε να πραγματοποιεί 2.000 πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις ανά δευτερόλεπτο. Συνολικά, κατασκευάστηκαν 19 μόνο τέτοια συστήματα, από τα οποία ένα τοποθετήθηκε στην έδρα της IBM στην Νέα Υόρκη, τρία χρησιμοποιήθηκαν σε εργαστήρια πυρηνικών ερευνών και άλλα τρία σε άλλα ερευνητικά εργαστήρια, οκτώ αγοράστηκαν από εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών, δύο πήγαν σε αμερικανικές κυβερνητικές υπηρεσίες, δύο χρησιμοποιήθηκαν από το αμερικανικό ναυτικό και ένα δόθηκε στην μετεωρολογική υπηρεσία των ΗΠΑ. Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο της Κορέας και οδήγησαν στην ανάπτυξη της γλώσσας FORTRAN.
Το 1956 παρουσιάστηκε η αναβαθμισμένη έκδοση του συστήματος, υπό τον τίτλο IBM 704. Το μηχάνημα θεωρήθηκε ο πρώτος υπερ-υπολογιστής της ιστορίας και το πρώτο σύστημα που ενσωμάτωνε hardware κινητής υποδιαστολής. Το 704 χρησιμοποιούσε μαγνητική μνήμη, προσφέροντας μεγαλύτερη αξιοπιστία και ταχύτητα από το 701. Στην σειρά 700 ανήκει επίσης ο IBM 7090, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1960 και ήταν ο πρώτος εμπορικός υπολογιστής με transistor. Με τη βοήθεια των προϊόντων αυτών, η IBM κυριάρχησε στην αγορά mainframe και minicomputer για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Μετά την κυκλοφορία της σειράς 700, η IBM κατασκεύασε τον 650 EDPM που ήταν ο πρώτος υπολογιστής της εταιρείας που κατασκευάστηκε μαζικά. Το σύστημα ήταν συμβατό με την παλαιότερη σειρά 600 και χρησιμοποιούσε τα ίδια περιφερειακά, ξεκινώντας την στρατηγική των αναβαθμίσεων που επικρατεί ακόμη και σήμερα.
Ο πρώτος προσωπικός υπολογιστής της ΙΒΜ κατασκευάστηκε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70 μετά από δύο χρόνια ανάπτυξης. Το πρόγραμμα είχε την ονομασία "Project Mercury" και το τελικό σύστημα κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1975, χαρακτηριζόμενο ως entry level σύστημα. Η τιμή του IBM 5100 Portable Computer κυμαινόταν από 9 έως 20 χιλιάδες δολάρια ξεπερνώντας την οικονομική δυνατότητα των περισσότερων καταναλωτών, με αποτέλεσμα ο κύριος όγκος των πωλήσεων να προέρχεται από μικρές επιχειρήσεις και ακαδημαϊκά ιδρύματα. Το σύστημα ζύγιζε περίπου 25 κιλά και το μέγεθός του ήταν λίγο μεγαλύτερο από γραφομηχανή, περιλαμβάνοντας οθόνη 5 ιντσών, αποθήκευση σε μαγνητικές ταινίες και μνήμη που ανάλογα με το μοντέλο ανερχόταν σε 16, 32, 48 και 64Κbytes. Ο IBM 5100 υποστήριζε τις γλώσσες προγραμματισμού APL και BASIC, ενώ αποσύρθηκε από την αγορά τον Μάρτιο του 1982.
Η ανάπτυξη του επόμενου «προσωπικού υπολογιστή» της εταιρείας ανακοινώθηκε από το General Systems Division της ΙΒΜ στις 10 Ιανουαρίου 1978. Σε αντίθεση με το προηγούμενο μοντέλο που απευθυνόταν σε επαγγελματίες και ερευνητές, ο IBM 5110 Computing System προσφέρθηκε για την κάλυψη των αναγκών όλων των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας. Το σύστημα περιλάμβανε οθόνη 1.024 χαρακτήρων και μνήμη των 16, 32, 48 ή 64Kbytes. Η αποθήκευση γινόταν σε δισκέτες ή μαγνητικές ταινίες, με το Model 1 να γεμίζει κάθε cartridge ταινίας με 204.000 bytes και κάθε δισκέτα με 1,2 εκατομμύρια bytes, ενώ το Model 2 να υποστηρίζει μονάχα δισκέτες.
Μία εβδομάδα μετά την ανακοίνωση της ανάπτυξής του, η ΙΒΜ συγκέντρωσε εκατοντάδες παραγγελίες και το πρώτο σύστημα κυκλοφόρησε στις 2 Φεβρουαρίου 1978. Η απόσυρση του 5110 πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1982.
Ο πρώτος πραγματικά προσωπικός υπολογιστής της IBM ήταν το μοντέλο 5150 που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1981, καταπλήσσοντας ολόκληρο τον κόσμο. Στα μάτια των αναλυτών και των επιχειρήσεων, η ΙΒΜ κατασκεύαζε υψηλών επιδόσεων mainframe με αποτέλεσμα ακόμη και ο πρόεδρος της εταιρείας να εμφανίζεται διστακτικός σχετικά με την επιτυχία του εγχειρήματος. Υπεύθυνος του προγράμματος ήταν ο Bill Lowe, που με τη βοήθεια μία ομάδας δώδεκα ερευνητών κατάφερε να παρουσιάσει μέσα σε ένα μόλις χρόνο το πρωτότυπο σύστημα. Η ανάπτυξή του IBM PC ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1981 και στις 12 Αυγούστου του ίδιου έτους ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του με την τιμή του να ανέρχεται σε μόλις 1.565 δολάρια (4.000 δολάρια με σημερινές τιμές). Tο μέγεθος του επιτεύγματος γίνεται φανερό, εάν αναλογιστούμε ότι δύο δεκαετίες νωρίτερα τα συστήματα της IBM κόστιζαν 9 εκατομμύρια δολάρια και απαιτούσαν συστήματα ελέγχουν κλιματικών συνθηκών και προσωπικό 60 ατόμων για την λειτουργία τους.
Ο πρώτος IBM PC βασιζόταν στον μικροεπεξεργαστή Intel 8088 που λειτουργούσε στην ταπεινή συχνότητα των 4,77 MHz, ενώ μπορούσε να δεχθεί τον μαθηματικό συνεπεξεργαστή 8087. Ο 16-bit επεξεργαστής 8088 της Intel είχε κυκλοφορήσει το 1980 και υποστήριζε 100 εντολές, ενώ με την βοήθεια ενός πολύπλοκου συστήματος μπορούσε να δει 1 MΒ μνήμης. Ο 8088 ήταν ο δεύτερος x86 επεξεργαστής της εταιρείας και σε αντίθεση με τον ακριβότερο προκάτοχό του χρησιμοποιούσε εξωτερικό δίαυλο 8 έναντι 16-bit, μειώνοντας το συνολικό κόστος αλλά και τις επιδόσεις του κατά 20%. O IBM διέθετε πληκτρολόγιο 83 πλήκτρων με 10 function keys, αριθμητικό τμήμα και ενσωματωμένο μεγαφωνάκι. Στις θύρες επέκτασης και επικοινωνίας περιλαμβάνονταν πέντε ISA slots των 8-bit και interfaces για monitor, εκτυπωτή Centronics και κασετόφωνο. H περιφερειακή μνήμη περιελάμβανε ένα ή δυο drives για δισκέτες χωρητικότητας 160 ΚΒ και τo σύστημα γραφικών προσέφερε text modes των 40 ή 80 γραμμών των 25 χαρακτήρων και προαιρετικά graphics modes με 320Χ200 ή 640X200 σημεία.
Ως προς την επιλογή του λειτουργικού συστήματος, η ΙΒΜ έκανε ένα λάθος που μετανιώνει ακόμη και σήμερα. Σε μία προσπάθεια να επιταχύνει την κυκλοφορία του συστήματος, η εταιρεία αγόρασε την άδεια χρήσεως του DOS από την μικρή τότε Microsoft αντί να αναπτύξει το δικό της λογισμικό. Το DOS βασίστηκε στο CP/M και η Microsoft εξελίχθηκε στο κολοσσό που γνωρίζουμε σήμερα. Εκτός από το MS-DOS και το κυρίαρχο εκείνη την εποχή CP/M-86, στο software που συνόδευε το μηχάνημα περιλαμβάνονταν η BASIC της Microsoft και το θρυλικό spreadsheet VisiCalc, του οποίου ο κώδικας έπιανε μόλις 27 ΚΒ.
Μετά την κυκλοφορία του IBM PC, η αγορά προσωπικών υπολογιστών απέκτησε υπόσταση για πρώτη φορά και οι πωλήσεις του συστήματος ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Την εποχή που μεσουρανούσε ο Apple II, αλλά και πλειάδα άλλων μηχανημάτων όπως ο Commodore 64, ΙΒΜ εκτίμησε ότι θα πωλούσε 241.683 μονάδες σε πέντε χρόνια, αλλά κατάφερε να πιάσει το νούμερο αυτό σε ένα μόνο μήνα! Αν και θεωρήθηκε «τεχνολογικά κατώτερος» από την Apple όταν πρωτοεμφανίστηκε, ο IBM PC είχε τον αέρα του «σοβαρού» μηχανήματος. Έτσι, μέσα σε τρία μόλις χρόνια η ΙΒΜ ξεπέρασε τις πωλήσεις της Apple και το 1985 κατείχε πλέον το 40% της αγοράς προσωπικών υπολογιστών.
Αυτό το ξέρατε;
Το λογότυπο της IBM σχεδιάστηκε από τον Paul Rand
Η IBM εφεύρε τον πρώτο σκληρό δίσκο, τον κέρσορα, την DRAM, τις σχεσιακές βάσεις δεδομένων, την αρχιτεκτονική RISC και το floppy disk
Η ΙΒΜ ευθύνεται επίσης για τον συνδυασμό Control-Alt-Delete, όμως σύμφωνα με τον Bradly: "Εγώ τον εφεύρα, αλλά ο Bill τον έκανε διάσημο»
Ο πρώτος μαύρος εργαζόμενος προσελήφθη το 1899 (στην Computing Scale Corporation)
Οι πρώτες γυναίκες προσελήφθησαν το 1935.
Από το 1933 έως το 1944 οι μηχανές διάτρητων καρτών της IBM χρησιμοποιήθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Από το 1942 έως το 1944 συμμετείχε σε συνασπισμό 9 εταιρειών για την κατασκευή των τυφεκίων Μ1
«Υπάρχει χώρος μόνο για πέντε υπολογιστές». Η παραπάνω φράση αποδίδεται στον Thomas Watson, που φέρεται να προέβλεψε ότι η συνολική παγκόσμια αγορά ανέρχεται σε μόλις πέντε συστήματα. Σύμφωνα με την ΙΒΜ, η φράση αυτή ειπώθηκε στο ετήσιο συνέδριο μετόχων της εταιρείας στις 28 Απριλίου 1953 και αφορούσε στις αναμενόμενες πωλήσεις του συστήματος IBM 701.
Ο τίτλος Big Blue δεν προέρχεται από την ίδια την εταιρεία. Ίσως να σχετίζεται με το μπλε περίβλημα αρκετών mainframes της ΙΒΜ στη δεκαετία του 1960, αν και ο όρος πρωτοεμφανίστηκε δύο δεκαετίες αργότερα.
Η πραγματική καινοτομία του IBM PC ήταν η ανοικτή αρχιτεκτονική του. Καθένας μπορούσε να προσθέσει σε αυτόν κάρτες επέκτασης και άλλα εξαρτήματα που αγόραζε από τα καταστήματα, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ελκυστικό πακέτο. Το αποτέλεσμα ήταν η αρχιτεκτονική του να κυριαρχήσει πλήρως, μετονομάζοντας την αγορά των προσωπικών υπολογιστών σε αγορά συμβατών IBM. Στην πραγματικότητα χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να υποσκελίσει η Microsoft σε συνεργασία με την Intel την επιρροή της εταιρείας, οδηγώντας στην μετονομασία της πλατφόρμας από IBM PC compatibles σε Wintel τη δεκαετία του ‘90.
Το 1982 βαφτίστηκε από τον περιοδικό Time ως «Η Χρονιά του Υπολογιστή» και η παγκόσμια βιομηχανία αναπτύχθηκε με ραγδαίους ρυθμούς φθάνοντας τους 10 εκατομμύρια υπολογιστές μονάχα εντός των Ηνωμένων Πολιτειών ένα χρόνο αργότερα. Παρά την ενθουσιώδη υποδοχή που επεφύλαξε η αγορά στους προσωπικούς υπολογιστές, στην πραγματικότητα ο αρχικός IBM PC απέτυχε στην οικιακή αγορά και εστίασε τις πωλήσεις του στον κόσμο των επιχειρήσεων. Το 1983 η IBM ανακοίνωσε τον IBM Personal Computer XT (EXtended Technology), μία βελτίωση του αρχικού σχεδίου που απευθυνόταν εξαρχής στις εταιρείες. Το μηχάνημα διέθετε βελτιωμένη κάρτα γραφικών CGA, σκληρό δίσκο και περισσότερη μνήμη, ενώ απουσίαζε πλέον το interface για κασετόφωνο. Εμφανίστηκαν επίσης δυο motherboards για XT, μια που μπορούσε να δεχθεί από 64 έως 256 KByte RAM και μια που μπορούσε να φιλοξενήσει έως 640 Κ, ενώ ο υπολογιστής διέθετε πληκτρολόγιο 101 πλήκτρων, οδηγό δισκέτας 3.5'' και οκτώ slots ISA.
Παράλληλα, το 1984 η εταιρεία έκανε την πρώτη της απόπειρα να εισβάλει στην αγορά των οικιακών υπολογιστών, παρουσιάζοντας τον PC Jr., ένα μηχάνημα βασισμένο και αυτό στον επεξεργαστή Intel 8088. Το σύστημα κόστιζε 669 δολάρια (τα διπλά απ' ότι ένας Commodore 64 ή ένας Atari) και αποτυγχάνει, με αποτέλεσμα η παραγωγή τους να σταματήσει ένα χρόνο αργότερα.
Η πλατφόρμα PC/AT (Advanced Technology) ανακοινώθηκε τον Αύγουστο του 1984 και ενσωμάτωνε τον επεξεργαστή 80286 της Intel. Ο νέος επεξεργαστής λειτουργούσε αρχικά τα 6 MHz, ενώ οι επόμενες εκδόσεις του ανέβασαν την συχνότητα στα 8 και 12,5 MHz. Η μέθοδος κατασκευής του υπολογιστή βασιζόταν στα 1,5 micron έναντι των 3 micron του 8088 (σήμερα έχουμε φθάσει τα 0.9 micron), ενώ στην επιφάνειά του βρίσκονταν134 χιλιάδες transistor έναντι 29 χιλιάδων του προκατόχου του (ένας Pentium 4 με τον πυρήνα Prescott διαθέτει σήμερα 125 εκατομμύρια transistors).
Είναι φανερό, ότι σε αντίθεση με τον XT που αποτελούσε μία μικρή βελτίωση έναντι του πρώτο IBM PC, τα συστήματα ΑΤ περιλάμβαναν μία σειρά σημαντικών βελτιώσεων και αλλαγών στην αρχιτεκτονική και τις επιδόσεις του συστήματος. Οι νέοι προσωπικοί υπολογιστές διέθεταν διαύλους ISA των 16-bit, δισκέτες υψηλής πυκνότητας των 5,25 ιντσών (1.2ΜΒ) και υποσύστημα γραφικών EGA (Enhanced Graphics Adapter) που προσέφερε ανάλυση 640 x 350 και 16 χρώματα. Παράλληλα, ο αποθηκευτικός χώρος στον σκληρό δίσκο διπλασιάστηκε στα 20ΜΒ και αργότερα τετραπλασιάστηκε στα 40ΜΒ, ενώ η μνήμη έφθασε στα 16ΜΒ σε protected mode, αν και για λόγους συμβατότητας οι 286 λειτουργούσαν συνήθως σε real mode κληρονομώντας τον περιορισμό των 640ΚΒ. Σημαντικές αλλαγές υπήρξαν και σε δευτερεύοντα υποσυστήματα, όπως η αποθήκευση των ρυθμίσεων του BIOS σε ένα CMOS chip που υποστηριζόταν από μία μπαταρία, σε αντίθεση με τα συστήματα XT που διέθεταν για το σκοπό αυτό μία σειρά διακοπτών DIP switches. Ακόμη και η διαμόρφωση του πληκτρολογίου άλλαξε, με τα LED των πλήκτρων Caps Lock, Num Lock και Scroll Lock να κάνουν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους.
Τέλος, τον Απρίλιο του 1987 η IBM ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την οικογένεια προσωπικών υπολογιστών PS/2 και μαζί το λειτουργικό σύστημα OS/2. Λόγω του «παραθυρικού» πλέον περιβάλλοντος, τα τέσσερα αρχικά μοντέλα της σειράς που καλύπτουν όλη τη γκάμα επεξεργαστών της εποχής (8086/286/386) διαθέτουν ποντίκι, ενώ οι τιμές κυμαίνονται από 2.595 έως 10.895 δολάρια. Η σειρά PS/2 βασιζόταν στη νέα, πολύ προηγμένη τεχνολογικά για την εποχή αρχιτεκτονική Micro Channel, ή MCA, που όμως δεν ήταν ανοικτή. Η IBM ήλπιζε ότι θα της επέτρεπε να κερδίσει σημαντικό μερίδιο αγοράς, αλλά η ανθούσα βιομηχανία προσωπικών υπολογιστών παρέμεινε πιστή στην αρχιτεκτονική του ISA bus. Έτσι, η ΙΒΜ ποτέ δεν ξαναπήρε πίσω το τμήμα της αγοράς που είχε απωλέσει. Κατά το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα, η εταιρεία παρουσιάζει τον IBM PC Convertible. Πρόκειται για τον πρώτο της laptop και προπομπό ουσιαστικά του ThinkPad, βασιζόμενος στην αρχιτεκτονική PC/XT και περιλαμβάνοντας 256ΚΒ μνήμης (επεκτάσιμα στα 640KB), κάρτα γραφικών CGA και δύο μονάδες δισκέτας 5,25.
Το 1991, η ΙΒΜ σημείωσε έσοδα 64,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων λιγότερα από 6 δισεκατομμύρια προέρχονταν από υπηρεσίες που δεν αφορούσαν συμβόλαια συντήρησης των συστημάτων της. Δέκα χρόνια αργότερα, οι υπηρεσίες πληροφορικής απέφεραν το 40% των εσόδων της ΙΒΜ (τα οποία ανέρχονταν σε 86 δισεκατομμύρια δολάρια) αποτελώντας την μεγαλύτερη πηγή εσόδων της εταιρεία. Η δραματική αυτή στροφή ξεκίνησε στις 19 Ιανουαρίου 1993, όταν η ΙΒΜ ανακοίνωσε ζημιές ύψους 4,97 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το προηγούμενο έτος, δηλαδή το χειρότερο οικονομικό αποτέλεσμα οποιασδήποτε εταιρείας σε ολόκληρη την επιχειρηματική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Από το σημείο αυτό, η ΙΒΜ αποφάσισε αλλάξει δραματικά το επιχειρηματικό μοντέλο της μετακινώντας το ενδιαφέρον της από το hardware, στο software και στις υπηρεσίες.
1980 | 1981 | 1982 | 1983 | 1984 | 1985 | 1986 | 1987 | 1988 | 1989 | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Έσοδα | 26,2 | 29 | 34,4 | 40,2 | 45,9 | 50 | 51,3 | 54,2 | 58,6 | 62,7 |
Κέρδη | 3,4 | 3,6 | 4,4 | 5,5 | 5,5 | 6,6 | 4,7 | 5,2 | 5,8 | 3,7 |
1990 | 1991 | 1992 | 1993 | 1994 | 1995 | 1996 | 1997 | 1998 | 1999 | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Έσοδα | 62,7 | 67 | 65 | 64,5 | 62,7 | 64 | 76 | 75,9 | 78,5 | 81,7 |
Κέρδη | 6,2 | -2,8 | -4,96 | 8,1 | 3,2 | 5,4 | 5,42 | 6,09 | 6,3 | 7,7 |
2000 | 2001 | 2002 | 2003 | |
---|---|---|---|---|
Έσοδα | 87,5 | 88,4 | 85,9 | 89,1 |
Κέρδη | 8,1 | 7,7 | 7,7 | 7,6 |
Η προσφορά των πρώτων υπηρεσιών είχε ήδη ξεκινήσει από το 1989, όταν η Eastman Kodak Company και η IBM ολοκλήρωσαν την μεταξύ τους συμφωνία για τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την διαχείριση ενός νέου, εξελιγμένου data center της Kodak στη Νέα Υόρκη. Η εμπειρία αυτή ενθάρρυνε την ΙΒΜ να εκμεταλλευτεί καλύτερα την διαθέσιμη χωρητικότητα των δικών της data center, προσφέροντας ανάλογες υπηρεσίες σε τρίτες εταιρείες. Κατά την διάρκεια του ίδιου έτους η ΙΒΜ ίδρυσε το τμήμα Business Recovery Services, που προσέφερε στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συνεχίσουν την λειτουργία του σε περίπτωση που συμβεί μία μεγάλη καταστροφή στις εγκαταστάσεις τους, ενώ την άνοιξη του 1991 εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της ΙΒΜ η νέα στρατηγική της εταιρείας. Στόχος πλέον ήταν η ΙΒΜ να μετατραπεί σε παγκόσμιου επιπέδου εταιρεία υπηρεσιών μέχρι το 1994.
Οι δομικές αλλαγές ξεκίνησαν από τον Louis V.Gerstner Jr., που έγινε πρόεδρος της ΙΒΜ το 1993. Ο Gerstner βρήκε 20 σχεδόν ανεξάρτητα επιχειρηματικά τμήματα με τις δικές τους στρατηγικές, πολλές από τις οποίες ετοιμάζονταν προς πώληση. Σε αντίθεση με την λογική επιλογή της πώλησης ορισμένων τομέων, ώστε η εταιρεία να επικεντρωθεί σε ορισμένες βασικές τεχνολογίες και αγορές, ο νέος πρόεδρος στοιχημάτισε ότι οι πελάτες της ΙΒΜ ήθελαν έναν συνεργάτη που να μπορεί να αναπτύσσει διαφορετικές τεχνολογίες αλλά και να τις ενοποιεί μεταξύ τους και με την δομή των εταιρειών τους. Η IBM Global Services μετατράπηκε στο σημείο αιχμής της εταιρείας, ενώνοντας το hardware, το software και τις υπηρεσίες.
Η έξοδος της ΙΒΜ από την κατασκευή και πώληση hardware ξεκίνησε ήδη πριν από δύο χρόνια, με την απόφαση της αμερικανικής εταιρείας να χρησιμοποιήσει την SCI/Sanmina το 2003 για την κατασκευή desktop PC και αργότερα συστημάτων server και workstation. Λίγο καιρό αργότερα, η ΙΒΜ συγχώνευσε το τμήμα κατασκευής σκληρών δίσκων με την Hitachi Global Storage Technologies εγκαταλείποντας και αυτή την αγορά, με αποτέλεσμα η εταιρεία να είναι πλέον υπεύθυνη μονάχα για τον σχεδιασμό και την προώθηση στην αγορά των προϊόντων της, όχι όμως και για την κατασκευή τους που αναλάμβαναν τρίτες εταιρείες (outsourcing).
Εν έτη 2004, η IBM αποσύρθηκε οριστικά από την αγορά προσωπικών υπολογιστών που η ίδια δημιούργησε, εστιάζοντας τον ενδιαφέρον της σε πιο προσοδοφόρους τομείς. Η εταιρεία πούλησε το τμήμα κατασκευής PC στην κινεζική Lenovo Group, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή PC της ασιατικής χώρας, σε μία συμφωνία που ανακοινώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου. Το ύψος του τιμήματος ανήλθε στα 1,75 δισεκατομμύρια δολάρια, περιλαμβάνοντας την καταβολή 1,25 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μετρητά και μετοχές (650 και 600 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα) για την αγορά του τμήματος Personal System Group (PSG) και την ανάληψη συνολικών υποχρεώσεων ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων.